Πολυκομπο
Πολύκομπο
Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Micromeria juliana – Μικρομέρια η ιουλιανή (ή Satureia juliana – Σατουρέϊα η ιουλιανή). Άλλα συνώνυμα του βοτάνου είναι Thymos tragoriganos και Satureia montana. Στη χώρα μας το συναντούμε με διάφορες ονομασίες όπως Τραγορίγανος, Τραγορίγανη, Θρύμπη, Κατσιδόχορτο (στην Ήπειρο), Ύσσωπος ή Έσσωπος (στην Κεφαλονιά – αλλά δεν έχει καμία σχέση με τον Hyssopus officinalis), Κυπαρισσάκι, Έσαφο (στην Αττική), Άγριο τσάι (στη Θήρα), Αγριορίγανη (στα Κύθηρα), Τροχαλίσιο τσάι, Ριγανούλα.
Ανήκει στην οικογένεια τωνΧειλανθών.
Είναι φυτό πολυετές, ποώδες (το ύψος του κυμαίνεται από 10 έως 40 εκατοστά) και αυτοφυές. Είναι τριχωτό, γκρίζου χρώματος και αρωματικό. Φυτρώνει σε ακαλλιέργητους τόπους, ανάμεσα στους βράχους και σε σχισμές των τοίχων. Το συναντούμε κατά δέσμες, σε τόπους ανατολικούς, γιατί το φυτό αγαπά τον ήλιο και αναπτύσσεται μόνο σε ηλιόλουστα μέρη. Είναι σαν στάχυς περίπου θαμνώδες. Τα φύλλα του έχουν μήκος από 3 έως 8 χιλιοστά, σχήμα γραμμοειδές – λογχοειδές, μέχρι προμήκη, ακέραια, όχι μυτερά, με άκρες αναδιπλωμένες. Στεφάνη 5 χιλιοστών, πορφυρή. Άνθη κατά σπονδυλώματα με 4 έως 20 μικρά άνθη. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα και επικονιάζονται από τα έντομα.
Βλαστοί πολλοί μαζί, ίσιοι, όρθιοι. Κάλυκας λευκός τριχωτός. Στεφάνη ρόδινη.
Το Πολύκομπο χρησιμοποιείται ως καρύκευμα στη μαγειρική όπως η ρίγανη ή το θρούμπι.
Αρωματίζουμε με αυτό ξύδι και ελιές θρούμπες. Συνδυάζεται με ψητά κρέατα, όσπρια, μαρινάδες, σάλτσες, ομελέτες, άσπρα τυριά, σαλάτες, νερόβραστα χλωρά κουκιά και ωμά λαχανικά.
Ιστορικά στοιχεία:
Το Πολύκομπο ήταν γνωστό χάρη στις έντονες αρωματικές του ιδιότητες από την αρχαιότητα. Οι Διοσκουρίδης (το συνιστούσε κατά της υπερχλωρυδρίας και κρυολογημάτων), Αέτιος, Παύλος Αιγινήτης και μεταγενέστερα ο Νικόλαος Μυρεψός αποδίδουν στο φυτό ένα σωρό θεραπευτικές ιδιότητες και τα κείμενά τους συμφωνούν απόλυτα με τις χρήσεις που είχε το βότανο στη λαϊκή ιατρική τις τελευταίες δεκαετίες.
Στις αγροτικές περιοχές θεωρούσαν πως το Πολύκομπο έχει τις ίδιες περίπου θεραπευτικές ιδιότητες με το Θρούμπι (Satureia thymbra).
Οι λαϊκοί θεραπευτές το χρησιμοποιούσαν υπό μορφή ροφήματος κατά της υπερχλωρυδρίας (ξινίλες), τα έλκη του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου, για τους εντερικούς σκώληκες, τη ναυτία των ταξιδιωτών, τη γρίπη, τη βρογχίτιδα και γενικά τα κρυολογήματα.
Οι Richards και Bush το συνιστούσαν κατά των ίδιων παθήσεων όπως και οι Castor Durannte (1602) και Lamery (1760). Το συνιστούσαν ακόμη ο μεν Castor Durante κατά των χολεριοειδών διαρροιών, όπως και κατά της ναυτίας των ταξιδιωτών, ο δε Lamery για τις ίδιες αρρώστιες που το αναφέρει ο Διοσκουρίδης και η λαϊκή παράδοση, χρησιμοποιώντας το σε πολλές συνταγές του, που αναγράφει στο φαρμακοτεχνικό σύγγραμμα του ή μόνο του σαν αφέψημα ή έγχυμα ή με άλλες δρόγες ή με σιρόπι. Κατά τον Μεσαίωνα το φυτό ήταν γνωστό με την ονομασία Τραγορίγανος και ειδικά κατά την περίοδο της Σχολής του Σαλέρνο διατηρούσε αυτή την ονομασία.
Στην Κρήτη το βότανο το αποκαλούμε Πολύκομπο ή Κυπαρισσάκι ενώ στους Ανατολικούς νομούς το έλεγαν Πετρόχορτο. Το πουλούσαν οι γυρολόγοι γιατί το θεωρούσαν πολύτιμο βότανο για το στομάχι. Χρησιμοποιούσαν τους ανθοφόρους αποξηραμένους βλαστούς του φυτού. Η ονομασία Πολύκομπο (ή Κομπόχορτο όπως το αποκαλούσαν στο Μεραμβέλλο), οφείλεται στο γεγονός ότι τα φύλλα του φυτού είναι στο μίσχο κατά αποστάσεις, εν είδη χάντρας ή κόμπου.
Συστατικά-χαρακτήρας: Είναι έντονα αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό φυτό.
Από αυτό λαμβάνεται αιθέριο έλαιο με απόσταξη από τα άνθη, φύλλα και κλαδιά και την καλύτερη ποιότητα την δίνουν τα αποξηραμένα φυτά. Το αιθέριο έλαιο περιέχει βερβενόλη 11,8%, θυμόλη 10,8%, οξείδιο καρυοφυλίνης, βορνεόλη 9,3% και μυρτενάλη 7,1%.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή:
Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα αέρια μέρη του φυτού τα οποία συλλέγουμε κατά την άνθισή του, τον Ιούνιο και Ιούλιο. Ξηραίνεται στη σκιά. Οι σπόροι του φυτού ωριμάζουν από τον Αύγουστο μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Το υπέργειο τμήμα θεωρείται διουρητικό, λιθοδιαλυτικό και αντιυπερχλωρυδριακό.
Στην Κρήτη, θεωρείται ιδιαίτερα αποτελεσματικό βότανο για τις πέτρες στα νεφρά και την ουροδόχο κύστη και σήμερα χρησιμοποιείται πολύ σε βοτανικά μείγματα ή μόνο του για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων.
Το αφέψημα του φυτού χρησιμοποιείται κατά της ξινίλας του στομάχου, πεπτικών ελκών, εντερικών σκουληκιών, κρυολογήματα και ναυτία ταξιδιωτών.
Δρα ως ορεκτικό και βοηθά στη χώνεψη εξουδετερώνοντας τα αέρια. Αυξάνει την εφίδρωση και έχει αποχρεμπτική δράση.
Διεγείρει και τονώνει τον οργανισμό και ωφελεί σε ζάλη.
Είναι χρήσιμο σε διαταραχές του οργανισμού λόγω υπερβολικής ζέστης. Το συμπυκνωμένο αφέψημα του φυτού είναι καλό υπακτικό. Βοηθά σε πονόλαιμο και πονόδοντο.
Σε επίθεμα (με κοπανισμένο το φυτό) βοηθά εναντίον των τσιμπημάτων μέλισσας. Οι κομπρέσες από φύλλα είναι ωφέλιμες για πρηξίματα και ναυτία. Διεγείρει τη μήτρα και το νευρικό σύστημα.
Το έλαιο του φυτού χρησιμοποιείται σε εξωτερικές πληγές ως επουλωτικό. Λίγες σταγόνες από αυτό στο μπάνιο, μας τονώνει και αναζωογονεί την λειτουργία των γενετικών αδένων.
Το αφέψημα σε γαργάρες δρα επουλωτικά σε πληγές του λάρυγγα και του στόματος.
Παρασκευή και δοσολογία:
Για θεραπεία από πέτρες στα νεφρά ή την ουροδόχο κύστη το βότανο παρασκευάζεται ως αφέψημα. Βράζουμε 6 γραμμάρια από το ξηρό βότανο σε 2,5 φλιτζάνια νερό για 10 λεπτά. Σουρώνουμε και πίνουμε το μισό το πρωί και το υπόλοιπο το απόγευμα για 10 ημέρες.
Προφυλάξεις:
Το βότανο διεγείρει την μήτρα και καλύτερα να το αποφεύγουμε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Δεν έχουν αναφερθεί άλλες παρενέργειες του βοτάνου, κατά συνέπεια προσέχουμε μόνο να μην ξεπερνάμε τη συνιστώμενη ημερήσια δοσολογία.