Θυμάρι
Θυμάρι
Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική του ονομασία είναι Thymus vulgaris (Θύμος ο κοινός). Απαντάται στις νότιες και μεσογειακές περιοχές της Ευρώπης σε διάφορες περιοχές της Ασίας και καλλιεργείται στη βόρεια Αμερική.
Το συναντούμε με τις ονομασίες θυμάρι, θρούμπι και μελιτζίνι. Είναι μικρός θάμνος που το ύψος του δεν ξεπερνά τα 40 εκατοστά. Έχει χρώμα γκριζωπό. Στελέχη ξυλώδη, ανορθωμένα, πολύ διακλαδισμένα, τετράγωνα. Φύλλα μικρά, ωοειδή, με καρουλιασμένη παρυφή, χνουδωτά από κάτω. Άνθη μικρά, ρόδινα, σε κόρυβο. Είναι άριστο μελισσοκομικό φυτό. Οι μέλισσες αυτή την εποχή βρίσκονται κατά δεκάδες πάνω σε κάθε θάμνο ρουφώντας το νέκταρ για να παράγουν το καταπληκτικό θυμαρίσιο μέλι.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 23 αυτοφυή είδη και τα πιο σημαντικά είναι
1) Το Αγριοθυμάρι το οποίο είναι μικρός θάμνος με βλαστούς ξυλώδεις ξαπλωμένους. Βρίσκεται σε πολλές βραχώδεις, ορεινές, ξηρές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.
2)Το Χαμοθρούμπι το οποίο είναι πολύ κοινό σε διάφορες πεδινές περιοχές και λιβάδια της Μακεδονίας και της Θράκης. και
3) το Σμάρι ή θυμάρι της Aττικής το οποίο βρίσκεται σε διάφορες βραχώδεις περιοχές της Αττικής, της Αχαΐας, Κορινθίας και Ολύμπου.
Ιστορικά στοιχεία:
Στην αρχαία Ελλάδα το θυμάρι καίγονταν σαν θυμίαμα στους ναούς.
Οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν ως βαλσαμωτικό και αρωματικό. Ο Διοσκουρίδης το συνιστούσε ως απολυμαντικό για διάφορες ασθένειες από τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Ο Πλίνιος το συνιστούσε ως αντίδοτο για τα δαγκώματα των φιδιών, το δηλητήριο των «θαλάσσιων όντων» και τον πονοκέφαλο.
Οι Ρωμαίοι έκαιγαν το φυτό πιστεύοντας ότι ο καπνός του απωθεί τους σκορπιούς και το χρησιμοποιούσαν στο μπάνιο τους για να αποκτήσουν σφρίγος και ενεργητικότητα. Στο Μεσαίωνα οι γυναίκες κεντούσαν κλαδιά θυμαριού για τους περιπλανώμενους ιππότες για τον ίδιο λόγο.
Κατά τον 16ο αιώνα καθιερώθηκε ως φάρμακο στην Ευρώπη.
Στη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιούσαν το πυκνό βραστάρι για την καταπολέμηση της ψώρας. Διαλύματα θυμαριού με σαπούνι χρησιμοποιούσαν οι χειρουργοί για την απολύμανση των χεριών.
Στην Κρήτη εκτιμούσαν από παλιά τις αντισηπτικές και αντιμικροβιακές του ιδιότητες. Μασούσαν τα άνθη ή τα έτριβαν στα ούλα τους για να κάνουν γερά δόντια. Έτριβαν επίσης με άνθος τις φλύκταινες της ευλογιάς για να μην αφήσει σημάδια. Έπλεναν με το αφέψημα του βοτάνου τις κόντρες των γαϊδουριών (πληγές από το σαμάρι). Το θυμόλαδο μαζί με άλλα αρωματικά λάδια το χρησιμοποιούσαν κατά των ρευματισμών. Με αυτό άλειφαν εξωτερικά το στομάχι στους πάσχοντες από δυσπεψία. Τέλος τα γαρύφαλλα του Θύμου (ο καρπός που μένει μετά την πτώση των ανθέων) ήταν ωφέλιμα στον βήχα.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Έχει δριμεία γεύση, ελαφρά πικρό, θερμό και ξηραντικό. Στο φυτό υπάρχει μέχρι 2,5% πτητικό έλαιο (το οποίο περιέχει θυμόλη, καρβακρόλη, κυμόλη, λιναλόλη, βορνεόλη), πικρά στοιχεία , τανίνη, φλαβονοειδή και τερπενοειδή. Η θυμόλη είναι ισχυρό αντισηπτικό, 25 φορές πιο δραστικό από τη φαινόλη, έναντι της οποίας υπερτερεί γιατί δεν ερεθίζει τους βλεννογόνους.
Άνθιση – συλλογή – χρησιμοποιούμενα μέρη:
Τα μέρη του θυμαριού που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς είναι τα φύλλα και οι ανθοφόρες κορφές που συλλέγονται από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο, σε ξηρή και ηλιόλουστη ημέρα. Αφαιρούμε τα φύλλα από τα ξερά κλαδιά.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Δρα ως άφυσο, αντιμικροβιακό, αντισπασμωδικό, αποχρεμπτικό, στυπτικό και ανθελμινθικό.
Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας του σε πτητικό έλαιο, είναι πολύ καλό άφυσο για περιπτώσεις δυσπεψίας και νωθρής πέψης. Το έλαιο αυτό είναι επίσης μια ισχυρή αντισηπτική ουσία. Αυτός είναι ο λόγος που το χρησιμοποιούμε σήμερα μέσα στις οδοντόκρεμες. Εξωτερικά χρησιμοποιείται σαν λοσιόν για μολυσμένα τραύματα αλλά και εσωτερικά για αναπνευστικές και πεπτικές λοιμώξεις. Χρησιμοποιείται ακόμα για γαργαρισμούς στη λαρυγγίτιδα και αμυγδαλίτιδα καταπραΰνοντας τον ερεθισμένο λαιμό και τον ερεθιστικό βήχα. Κάνει πολύ καλό στο βήχα γιατί προκαλεί απόχρεμψη και μειώνει τους περιττούς σπασμούς.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη βρογχίτιδα, τον κοκίτη και το άσθμα. Λόγω της ήπιας στυπτικής του δράσης είναι χρήσιμο στην παιδική διάρροια και τη νυχτερινή ενούρηση.
Τα φύλλα του θυμαριού, όταν ξεραθούν, αποκτούν καφέ πράσινο χρώμα και αναδύουν το άρωμα τους όταν θρυμματιστούν. Η γεύση τους είναι πολύ δυνατή, ελαφρώς καυστική και πλούσια. Μαζί με τους αποξηραμένους ανθούς χρησιμοποιούνται σαν μπαχαρικό σε μια μεγάλη ποικιλία φαγητών όπως τα ψάρια, τα κρέατα, τις σάλτσες, τις σούπες, τα λαχανικά, τις σαλάτες, τη φρέσκια ντομάτα, σε ζυμαρικά, σε τυριά, στα αυγά ακόμη και στο βούτυρο. Είναι ένα από τα βασικά συστατικά του λικέρ βενεδικτίνη.
Παρασκευή και δοσολογία:
Παρασκευάζεται ως έγχυμα. Ρίχνουμε ένα φλιτζάνι βραστό νερό σε δύο κουταλιές του τσαγιού ξηρό βότανο και το αφήνουμε 10 λεπτά. Το ρόφημα πίνεται τρεις φορές την ημέρα.
Προφυλάξεις:
Σε περίπτωση εγκυμοσύνης αποφεύγουμε τις θεραπευτικές δόσεις θυμαριού και θυμέλαιου γιατί το βότανο είναι διεγερτικό της μήτρας. Επίσης το θυμέλαιο μπορεί να ερεθίσει τους βλεννογόνους για αυτό πρέπει να το αραιώνετε πάντα καλά. Αντενδείκνυται στα έλκη στομάχου και ασθένειες του συκωτιού. Μακροχρόνια χρήση μπορεί να προκαλέσει διαταραχή της λειτουργίας του θυρεοειδούς και εμέτους. Πρέπει να αποφεύγεται η κατανάλωση του αιθέριου ελαίου μαζί με αλκοόλ γιατί αυτό αυξάνει την απορροφητικότητά του και μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο. Σύμφωνα μάλιστα με λαϊκούς θεραπευτές το άγριο θυμάρι μπορεί να βοηθήσει έναν αλκοολικό να κόψει το ποτό προκαλώντας του εμετό, διάρροια, εφίδρωση, δίψα και αποστροφή για το αλκοόλ.