Στύφνος
Στύφνος
Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι SOLANUM nigrum (Σολανόν το μέλαν) και ανήκει στην οικογένεια των Σολανιδών. Υπάρχουν αρκετά είδη στύφνου στη χώρα μας. Γνωστότερα είναι ο γλυκόπικρος (Solanum dulcamara) και ο φαρμακευτικός (S. officinarum).
Στη χώρα μας το συναντούμε με τις ονομασίες Στύφνο, Στύφνος (Κρήτη), Στύβνο, Στύγνο (Κέρκυρα), Στρύφνο, Βρωμόχορτο, Βρωμοβότανο, Αγριοντομάτα (Κύθνος, Μήλος), Αμπελουρίδα (Αίγινα), Μαυρόχορτο (Αττική), Κορφή (Αμοργό), Πικροσταφίδα, Μαυρολάχανο, Μαυρομάχι, Αγριοσταφυλιά.
Φύεται σε όλη την Ευρώπη και είναι κοινό σε αναχώματα, πλαγιές και σε καλλιεργούμενα εδάφη. Τα βοοειδή δεν το τρώνε και τα πρόβατα το αγγίζουν σπάνια.
Είναι ετήσιο φυτό που φτάνει σε ύψος τα 75 εκατοστά. Είναι θαμνώδες, με όρθιο κεντρικό βλαστό, που διακλαδίζεται. Τα φύλλα είναι αντίθετα, ατρακτοειδή, με μεγάλους μίσχους και περιφερειακά εμφανίζουν αβαθείς λοβούς. Οι ταξιανθίες βγαίνουν από τις μασχάλες των φύλλων και περιλαμβάνουν 3-5 άνθη, με πέντε λευκά πέταλα, κίτρινους , ενωμένους στήμονες και προεξέχοντα ύπερο. Οι καρποί εμφανίζονται τον Ιούλιο και είναι σαρκώδεις, σφαιρικοί, συνήθως μαύρου χρώματος αλλά τους βρίσκουμε και σε χρώμα κόκκινο, κιτρινωπό, πράσινο ή μαυρομπλέ.
Οι καρποί περιέχουν πολλούς σπόρους. Κάθε φυτό παράγει 500 περίπου σπόρους.
Ιστορικά στοιχεία:
Ο στύφνος ήταν γνωστός από την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος τον αναφέρει ως «εδώδιμος Στρύχνος». Αναφέρει επίσης ότι οι καρποί του στύφνου όταν ωριμάζουν γίνονται μαύροι και μπορούν να φαγωθούν. Ο Διοσκουρίδης τον αναφέρει ως «Κηπαίος Στρύχνος» και τον χρησιμοποιούσε για να μειώσει τον πυρετό – «κηπαίος στρίχνος, αβλαβής εστί προς βρώσιν, δύναμιν δε έχει ψυχική».
Άλλοτε στα πολύ παλαιότερα χρόνια , χρησιμοποιούσαν εσωτερικώς τον στύφνο κατά της καρδιαλγίας, των εντερικών κωλικών, των νεφρικών πόνων, της ισχουρίας και της στραγγουρίας, κατά των διαφόρων νευρικών παθήσεων κ.α.
Προτιμούσαν όμως και από τότε, την εξωτερική χρήση σε καταπλάσματα, από την εσωτερική.
Με το αφέψημα του φυτού έκαναν πλύσεις σε χώρες του σώματος πρησμένες, φλεγμαίνουσες και επώδυνες. Έκαναν επίσης κολπικές πλύσεις επί καρκίνου της μήτρας.
Ο Cazin αναφέρει πως το αφέψημα ή το κοπανισμένο χόρτο του στύφνου σε θερμά καταπλάσματα κατευνάζει τους ρευματικούς πόνους, ιδίως των αρθρώσεων, όταν βρίσκονται σε οξύ στάδιο.
Σε μερικά μέρη το καλλιεργούσαν για να παράγουν μια χρωστική ουσία μοβ, που χρησίμευε στην βαφή του μεταξιού.
Στο Ιράκ και στο Ιράν οι γυναίκες βάζουν τους σπόρους του στύφνου στα μάγουλά τους να αφαιρέσουν τις φακίδες.
Στην Αίγυπτο και στη Νότια Αφρική χρησιμοποιείται για τη θεραπεία φλεγμονών, όγκων και αιμορροΐδων.
Από τον 14ο αιώνα το φυτό το χρησιμοποιούσαν στην Αγγλία για να το έλκος ( σε συνδυασμό με Μαρρούβιο) και την υδρωπικία. Στη Βοημία έβαζαν τα φύλλα στο κρεβάτι των νηπίων για να κοιμούνται ευκολότερα.
Οι Άραβες τα εφάρμοζαν σε εγκαύματα και έλκη.
Στην Κρήτη το βότανο το συναντούμε και με την ονομασίες Στύφνος ή Στρούφιγγας. Καταναλώνεται μαζί με τα βλίτα και τα κολοκυθάκια Στις ανατολικές επαρχίες του νησιού συναντάμε δύο πολύ ενδιαφέροντα πιάτα με στύφνο, τα οποία φέρουν το βενετσιάνικο όνομα «σοφεγάδα». Ουσιαστικά είναι ένα επιτυχημένο πάντρεμα από κολοκυθάκια, στύφνο, αμπελοφάσουλα, μελιτζάνες και μπάμιες, μαγειρεμένα με ελαιόλαδο και ντοματούλα.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Ο στύφνος έχει γεύση χορτώδη και άνοστη. Η οσμή του είναι λίγο κακή. Ο Desfosses,κατά την ανάλυση του χυμού των ώριμων καρπών βρήκε μια ουσία που ονόμασε σολανίνη (αλκαλοειδές) στην οποία απέδωσε κατευναστικές ιδιότητες. Οι καρποί ακόμη περιέχουν μυρικό οξύ.
Τα πράσινα μέρη του φυτού περιέχουν σολανίνη αλλά σε μικρότερη ποσότητα. Η χαμηλότερη συγκέντρωση σολανίνης παρουσιάζεται στις τρυφερές κορυφές του φυτού. Αυτές καταναλώνουμε μαζί με βλίτα ή κολοκυθάκια και φαίνεται πως με το βράσιμο το φυτό γίνεται ακίνδυνο.
Το χαρακτηριστικό με τον στύφνο είναι ότι όσο τα χώματα στα οποία φύεται είναι δυνατά, τόσο η τοξικότητά του αυξάνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με το κλίμα. Στα ξηρά κλίματα, η τοξικότητα του βοτάνου είναι μεγαλύτερη.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή:
Το φυτό ανθίζει από Ιούλιο έως Οκτώβριο.
Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιείται όλο το φυτό το οποίο συλλέγεται νωρίς το φθινόπωρο, όταν έχει άνθη και καρπούς και αποξηραίνεται. Χρησιμοποιούνται επίσης τα φρέσκα φύλλα του φυτού.
Η δραστικότητα του βοτάνου αυξάνει μετά την αποξήρανση.
Για κατανάλωση οι τρυφερές κορφές συλλέγονται από Ιούνιο μέχρι Σεπτέμβριο.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Για τον Στύφνο υπάρχει η φήμη ότι είναι πολύ δηλητηριώδης, γεγονός που συζητείται μετά τις τελευταίες έρευνες για το φυτό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι η σολανίνη, η ουσία που έχει τις δηλητηριώδεις ιδιότητες, βρίσκεται σε μικρή ή μεγάλη ποσότητα στο φυτό, ανάλογα με την περιοχή στην οποία φύεται και την εποχή που συλλέγεται.
Οι καρποί του φυτού είναι επιβλαβείς στα παιδιά, αλλά αν καταναλωθούν από ενήλικες όταν είναι ώριμοι δεν προκαλούν πρόβλημα. Οι δηλητηριώδεις ιδιότητες του φυτού συνδέονται περισσότερο με τα πράσινα μέρη του βοτάνου.
Ο Στύφνος έχει χρησιμοποιηθεί στην ιατρική σαν μαλακτικό, καταπραϋντικό και ναρκωτικό.
¨Όταν το φυτό είναι ακόμη μικρό, πριν την άνθιση και την καρποφορία του έχει μαλακτικές ιδιότητες. Μετά την άνθιση και ιδιαίτερα μετά την ωρίμανση των καρπών γίνεται ναρκωτικό.
Η σολανίνη που περιέχει του προσδίδει θεραπευτικές ιδιότητες αλλά θέλει προσοχή στην δοσολογία.
Υπό μορφή αφεψήματος χρησιμοποιείται για κολικούς ή σε κατάπλασμα για παθήσεις του δέρματος.
Το έγχυμα των φύλλων δρα ως ισχυρό εφιδρωτικό. Ο εδώδιμος στύφνος είναι διουρητικός και καθαρτικός του αίματος και γι αυτό αξιοσύστατος στους αρτηριοσκληρωτικούς και τους αρθριτικούς, που μάλιστα ανακουφίζει και από τους πόνους, ένεκα των ελαφρών ναρκωτικών ιδιοτήτων του, που αποδίδονται στη σολανίνη.
Θεωρείται χρήσιμο για δερματικά προβλήματα αλλά η δράση είναι ασταθής και η θεραπεία τους θεωρείται κάπως επικίνδυνη εκτός και αν χρησιμοποιηθούν πολύ μικρές δόσεις.
Τα φύλλα κοπανισμένα χρησιμοποιούνται εξωτερικά σε καταπλάσματα για να μειώσουν τον πόνο και την φλεγμονή.
Ο χυμός του φυτού έχει χρησιμοποιηθεί για λειχήνες, αρθρίτιδα και πόνους αυτιού. Αναμεμειγμένο με ξύδι θεωρείται καλό για γαργαρισμούς και πλύσεις στόματος.
Σήμερα χρησιμοποιείται κύρια στην ομοιοπαθητική, κατά των νευρικών διεγέρσεων, των μυϊκών συσπάσεων και της επιληψίας.
Παρασκευή και δοσολογία:
Παρασκευάζεται ως αφέψημα. Βράζουμε για 10 λεπτά 50 γραμμάρια βοτάνου σε ένα λίτρο νερό και το χρησιμοποιούμε για επαλείψεις εναντίον κνησμών και μωλώπων. Το κατάπλασμα των φύλλων το χρησιμοποιούμε για λειχήνες, έλκη, πρηξίματα και εγκαύματα.
Υπό μορφή ελαίου (σε αναλογία ένα μέρος φύλλων και δύο ελαιόλαδου) για επαλείψεις σε περιπτώσεις ρευματισμών.
Προφυλάξεις:
Τα φύλλα του φυτού δεν τρώγονται ωμά (ιδιαίτερα μετά την καρποφορία), γιατί είναι δηλητηριώδη.