Δίανθος

banner-new
12 Απριλίου, 2023 in Άρθρα

Καρλίνα

Καρλίνα

Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι CARLINA acaulis (Καρλίνα ή Καρλινία η άκαυλος). Ανήκει στην οικογένεια των Συνθέτων. Αυτοφύεται στην κεντρική Ευρώπη σε ορεινά λιβάδια. Στη χώρα μας το συναντούμε με τις ονομασίες καρλίνα, καρλινία, κολλιά, ψαροκολλιά, ακολλιά. Είναι γνωστό και ως γαϊδουράγκαθο χωρίς μίσχο λόγω της μεγάλης του ομοιότητας με αυτό.
Είναι διετές ή πολυετές, αγκαθωτό φυτό. Στέλεχος άκαμπτο, ύψους 30 εκατοστών. Φύλλα σε ρόδακα, με μήκος 5 έως 15 εκατοστά, λογχοειδή βαθιά πτερωτά με άνισα τμήματα που το καθένα τελειώνει σε σκληρά αγκάθια. Η κεφαλή έχει διάμετρο 6 έως 12 εκατοστά. Φύεται απλή. Ακριβώς πάνω από το ρόδακα ή σπανιότερα σε μίσχο που έχει μήκος το πολύ 20 εκατοστά. Τα βράκτια είναι ασημί – άσπρα, μακριά, λογχοειδή. Συχνά τα νομίζουμε για πέταλα. Τα βράκτια του φυτού έχουν την ιδιότητα να κλείνουν όταν ο καιρός είναι υγρός. Αυτή η ιδιότητά έχει προσδώσει στο βότανο και την επωνυμία του φυτού – βαρόμετρο. Η καρλίνα μπορεί να αξιοποιηθεί στην πρόβλεψη καιρού. Όταν ο αέρας γίνει υγρός και προμηνύεται βροχή, τα βράκτια της καρλίνας περιβάλλουν το άνθος έτσι ώστε οι πρώτες σταγόνες της βροχής βρίσκουν το άνθος απόλυτα προστατευμένο. Η προσαρμογή αυτή ήταν γνωστή στους βοσκούς και την αξιοποιούσαν φυτεύοντας μια καρλίνα στην είσοδο της στάνης τους. Με αυτόν τον τρόπο ήταν σε θέση να προβλέπουν τον καιρό και να προγραμματίζουν ανάλογα τις δραστηριότητές τους.
Το κέντρο του κεφαλιού αποτελείται από πολλά κίτρινα ή άσπρα σωληνωτά άνθη. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα και επικονιάζονται από τις μέλισσες και πεταλούδες. Οι σπόροι του φυτού αρχίζουν να ωριμάζουν από αρχές Ιουλίου. Η ωρίμανσή τους ολοκληρώνεται στα τέλη Αυγούστου.
Ρίζα μαύρη καφέ, πασσαλώδης με μήκος έως 20 εκατοστά και πάχος 1-2,5 εκατοστά. Τα άνθη, η ρίζα και οι μίσχοι της καρλίνας είναι εδώδιμα. Δεν αναπτύσσεται στη σκιά. Σήμερα θεωρείται προστατευόμενο είδος.

Ιστορικά στοιχεία:

Σύμφωνα με μια εκδοχή η καρλίνα οφείλει το όνομά της στον Καρλομάγνο (καρλίνα = φυτό του Καρλ), ο οποίος όπως λένε είχε μία φορά γονατίσει μπρος σε αυτό το φυτό, προς μεγάλη έκπληξη αυτών που τον συνόδευαν. Σύμφωνα με την ιστορία ο Καρλομάγνος είχε ονειρευτεί ότι το φυτό αυτό ήταν η πανάκεια για τη θεραπεία της πανούκλας που κτυπούσε αλύπητα τον στρατό του. Κατ’ εντολή του η καρλίνα χρησιμοποιήθηκε ως φάρμακο εναντίον της νόσου αυτής. Υπάρχει όμως και άλλη θεωρεία που λέει ότι το όνομα προέρχεται από το Cardulina που σημαίνει Small thistle (μικρό γαιδουράγκαθο).
Το βότανο χρησιμοποιήθηκε για μακρό χρονικό διάστημα στη λαϊκή ιατρική της Ευρώπης, λόγω των αντιμικροβιακών ιδιοτήτων του. Στο παρελθόν θεωρούσαν το βότανο ως εξαιρετικό αφροδισιακό. Χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά στη θεραπεία σπασμών του πεπτικού συστήματος, ερεθισμό της κύστης, διαταραχές του συκωτιού, υδρωπικία, κατακράτηση ούρων,
Η ρίζα χρησιμοποιήθηκε για προβλήματα δέρματος, όπως ακμή και έκζεμα.
Οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν την ρίζα υπό μορφή σκόνης σαν φάρμακο ορεκτικό για την πάχυνση των ζώων ή για να τους προκαλέσουν οργασμό.
Στην Κρήτη το βότανο ονομάζεται καρλινία, ακολλιά, κολλιά ή ψαροκολλιά.
Οι τρυφεροί βλαστοί και ένα δυο κεφαλάκια λαχανεύονται προστιθέμενα σε άλλα χόρτα για νοστιμιά. Το κεφαλάκι αυτό χρησιμοποιείται στην κουζίνα όπως ακριβώς η αγκιναροκεφαλή, μόνο ή με άλλα φαγητά. Έχει γεύση διαφορετική αλλά πολύ νόστιμη. Τρώγεται και ωμό. Οι Κρητικοί γνώριζαν ότι η ρίζα έχει τοξικές ουσίες και πρόσεχαν να μην κόβουν βαθιά το κεφαλάκι. Αν το κεφαλάκι (που έβγαινε στα τέλη της άνοιξης) κοβόταν βαθιά μπορεί να ήταν επηρεασμένο τοξικά.
Από τις τομές στον μικρό κορμό του φυτού παράγεται μία κόλλα την οποία συνέλεγαν και μασούσαν τα κορίτσια αντί για μαστίχα. Την μάζευαν και την φύλαγαν δεμένη μέσα σε πανάκια. Η κόλλα που παράγει το φυτό είναι δύο ειδών. Η αγνόκολλα (μαλακή) και η πετσόκολλα (που είναι σκληρή σαν λάστιχο όταν την μασήσει κανείς). Την ρίζα την κοπανούσαν και την ανακάτευαν με λάδι αντικαθιστώντας το ψειροκούκι. Την χρησιμοποιούσαν για μείωση πιτυρίδας και ως ενισχυτικό της τριχοφυΐας σε περιπτώσεις απόπτωσης των μαλλιών ως αποτέλεσμα μακράς ασθενείας.

Συστατικά-χαρακτήρας:

Μέσα στη ρίζα υπάρχει αιθέριο έλαιο με ευχάριστη μυρωδιά, ρητίνη, ινουλίνη καθώς και μια αντιβιοτική ουσία, το καρλινοξείδιο.
Η ισχυρή δράση του καρλινοξειδίου και της θεμαΐνης (ουσία που περιέχει το αιθέριο έλαιο του φυτού) ενάντια σε διάφορα μικρόβια έχει επιβεβαιωθεί εργαστηριακά.

Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή:
Το φυτό ανθίζει από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιείται μόνο η ρίζα. Η συλλογή της ρίζας γίνεται τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο.

Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Θεραπευτικά δρα ως άφυσο, τονωτικό, αντιβιοτικό, αντιρρευματικό, εφιδρωτικό, χωνευτικό, διουρητικό, εμετικό, αντιπυρετικό και καθαρτικό.
Το αφέψημα της ρίζας χρησιμοποιείται για περιπτώσεις ασκίτη, βρογχίτιδας ή στην υπερτροφία του προστάτη. Εξωτερικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καθαρισμό των πληγών ως αντισηπτικό.
Σήμερα χρησιμοποιείται σπάνια στη βοτανική ιατρική. Χρησιμοποιείται κυρίως στην κτηνιατρική ως παχυντικό για αγελάδες.

Παρασκευή και δοσολογία:
Σήμερα το βότανο χρησιμοποιείται σπάνια. Ρίχνουμε κρύο νερό σε 1-2 κουταλιές θρυμματισμένη ρίζα και τη βράζουμε. Σουρώνουμε και πίνουμε ένα φλιτζάνι το πρωί και ένα το βράδυ.

Προφυλάξεις:
Σε μεγάλες δόσεις η ρίζα είναι εμετική και καθαρτική.

Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την Πολιτική Απορρήτου μας.
Συμφωνώ