Δαφνοκερασιά
Δαφνοκερασιά
Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι PRUNUS laurocerasus (Κερασέα η δαφνοκέρασος) και ανήκει στην οικογένεια των Ροδωδών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, μεταξύ των οποίων βρίσκουμε τα κυριότερα καρποφόρα δένδρα, όπως τις ροδακινιές, τις κερασιές, τις δαμασκηνιές κ.ά.
Η Δαφνοκερασιά κατάγεται από την Μαύρη Θάλασσα και ευδοκιμεί στις μεσημβρινές περιοχές της κεντρικής και δυτικής Ασίας, καθώς και της νοτιοανατολικής Ευρώπης. .
Στη χώρα μας φύεται στην ανατολική Θράκη σε δάση, όπου υπάρχουν ελαφρά και δροσερά χώματα. Το συναντούμε με τις κοινές ονομασίες Δαφνοκερασιά, Μάι, Δαφνοειδές και Ροδαφνιά.
Είναι θάμνος που φτάνει σε ύψος τα 3 με 4 μέτρα, αειθαλής, διακοσμητικός, θεραπευτικός και δηλητηριώδης.
Έχει άνθη υπόλευκα, με 5 πέταλα σε μακριά τσαμπιά, όρθια που φύονται στη μασχάλη των φύλλων.
Τα φύλλα είναι επάλληλα, αυγοειδή, στενόμακρα με μίσχο κοντό, χονδρά, σκληρόσαρκα, λαμπρά, άτριχα, λεία και από τις δύο μεριές, οδοντωτά. Όταν τα κοπανίσουμε μυρίζουν πικραμύδαλο.
Ο κορμός είναι λείος, μαυριδερός εξωτερικά, με ξύλο σκληρό κοκκινωπό. Ο καρπός είναι δρύπη (καρπός που έχει σαρκώδες περικάρπιο) αυγοειδής, φαίνεται χωρισμένος σε δύο μέρη, λίγο σαρκώδη, με γεύση στυφή και μαύρου χρώματος κατά την ωρίμανση. Μοιάζει με μικρό κεράσι.
Σπέρμα σχεδόν σφαιρικό και λείο. Είναι ιδανικό φυτό για φράχτες.
Το φυτό είναι δηλητηριώδες εξ αιτίας του υδροκυάνιου που περιέχει, ιδιαίτερα στα φύλλα. Τα τριμμένα φύλλα είναι τόσο δηλητηριώδη που αρκεί η παρουσία τους σε κλειστό χώρο για να εξουδετερώσει τα έντομα χωρίς τη χρήση εντομοκτόνων. Οι σπόροι και τα φρούτα του φυτού δεν είναι βρώσιμα.
Ιστορικά στοιχεία:
Στην Ευρώπη γνώριζαν εδώ και αιώνες την χρήση του ανθόνερου των φύλλων του δέντρου στην ιατρική.
Στη Γαλλία χρησιμοποιούσαν εδώ και αιώνες τα φύλλα για τον αρωματισμό του γάλακτος και των γαλακτερών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έχουν σημειωθεί αρκετές δηλητηριάσεις. Από τα φύλλα έπαιρναν με απόσταξη έπαιρναν αιθέριο έλαιο (eau distillee de laurier cerice). .
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα το νερό που λάμβαναν από την απόσταξη της Δαφνοκερασιάς, ήταν πηγή υδροκυανικού οξέως, γνωστού και ως πρωσικού οξέως. Ο Σερ Ρόμπερτ Κρίστισνο στην «Πραγματεία για δηλητήρια» που δημοσιεύθηκε το 1840 αναφέρει για το υδροκυανικό οξύ ότι «έχει προκαλέσει επανειλημμένα δηλητηριάσεις από ατύχημα, έχει χρησιμοποιηθεί σε αυτοκτονίες και ως όργανο δολοφονίας». Ο ίδιος αναφέρει και περιστατικό με βοηθό φαρμακοποιού ο οποίος θεωρώντας ότι το περιεχόμενου του γυάλινου ποτηριού που είχε αφήσει έξω ο φαρμακοποιός ήταν ηδύποτο, το ήπιε με αποτέλεσμα να πεθάνει μέσα σε δύο λεπτά.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Όλα τα μέρη του φυτού περιέχουν υδροκυάνιο, μία δηλητηριώδη ουσία που περιέχουν και τα πικραμύγδαλα στα οποία προσδίδει την γνωστή γεύση.
Η τοξίνη αυτή βρίσκεται κύρια στα φύλλα (ιδιαίτερα στα νεαρά) και λιγότερο τους σπόρους του φυτού.
Τα φύλλα περικλείουν δύο τοξικά γλυκοσίδια, την προυλαουρασίνη και την προυνασίνη σε ποσοστό 1,5%. Κατά την μάσηση αυτά μετατρέπονται σε γλυκόζη, υδροκυάνιο και βενζαλδεϋδη. Το κυανίδιο επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και μπορεί να προκαλέσει ακόμη και θάνατο.
Τα σπέρματα περιέχουν αμυγδαλίνη.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή:
Ανθίζει από τα τέλη Μαρτίου και τον Απρίλιο. Για θεραπευτικούς σκοπούς συλλέγονται τα νεαρά φύλλα.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Δρα ως αντισπασμωδικό, ναρκωτικό, οφθαλμικό και ηρεμιστικό.
Η αμυγδαλίνη και η προυνασίνη, που περιέχει το φυτό είναι ουσίες που όταν έρθουν σε επαφή με το νερό, μετατρέπονται σε υδροκυανικό οξύ. Σε μικρή ποσότητα αυτή η δηλητηριώδης ουσία μπορεί να τονώσει την αναπνοή, βελτιώνει την πέψη και δίνει μια αίσθηση ευφορίας.
Επίσης θεωρείται ότι δρα θετικά στη θεραπεία του καρκίνου.
Σε υπερβολική ποσότητα όμως μπορεί να προκαλέσει αναπνευστική ανεπάρκεια και θάνατο.
Τα φρέσκα φύλλα δρουν ως αντισπασμωδικά, ναρκωτικά και ηρεμιστικά.
Έτσι χρησιμοποιούνται με διάφορα παρασκευάσματα κατά των νευρικών σπασμών των μυών και της κράμπας του στομάχου.
Δρουν κατά των εμέτων, του νευρικού βήχα, της στηθάγχης, του άσθματος, του κοκίτη, του βρογχίτη, της πνευμονίας και είναι ρυθμιστικά των παλμών της καρδιάς.
Εξωτερικά το κρύο έγχυμα των φύλλων χρησιμοποιείται για οφθαλμικές πλύσεις. Τα φύλλα που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι φρεσκοκομμένα, γιατί τα αποξηραμένα φύλλα έχουν χάσει τα ενεργά συστατικά τους.
Εξωτερικά σε καταπλάσματα είναι καταπραϋντικό των πόνων από καψίματα και καρκινικές πληγές.
Στην ομοιοπαθητική το βάμμα που εξάγεται από τα φύλλα, χρησιμοποιείται σαν καταπραϋντικό του νευρικού συστήματος και σαν σπασμολυτικό. Σε εξωτερική χρήση είναι καταπραϋντικό και εφαρμόζεται με καταπλάσματα.
Παρασκευή και δοσολογία:
Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα νεαρά φύλλα του φυτού.
Παρασκευάζεται ως έγχυμα (ένα φρέσκο φύλλο σε 200 γραμμάρια βραστό νερό) ή με σκόνη των φύλλων (20-30 εκατοστά του γραμμαρίου). Η δοσολογία υπό μορφή αποσταγμένου νερού είναι 15-20 γραμμάρια για μία δόση.
Προφυλάξεις:
Όπως ήδη έχει αναφερθεί είναι βότανο δηλητηριώδες που χρησιμοποιείται μόνο κάτω από τις οδηγίες ιατρών. Υπάρχει κίνδυνος δηλητηριάσεων και είναι πολύ επικίνδυνη η χρήση του ιδιαίτερα σε παιδιά.