Μουσμουλιά
Μουσμουλιά
Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι MESPILUS spp. (Μέσπιλος) και ανήκει στην οικογένεια των Ροδοειδών.
Θεωρείται από τα πλέον αρχαία φυτά με καταγωγή από την Ιαπωνία και την Κίνα Σήμερα καλλιεργείται για το νόστιμο κίτρινο καρπό της το μούσμουλο αλλά και σαν καλλωπιστικό για το πλούσιο της φύλλωμα.
Υπάρχουν 2 βασικά είδη η MESPILUS germanica (Μέσπιλος η γερμανική) η οποία ρίχνει τα φύλλα της και η MESPILUS japonica- (Μέσπιλος η ιαπωνική) η οποία είναι πάντοτε θαλερή (δεν ρίχνει τα φύλλα της). Η κοινή μουσμουλιά ήταν το μόνο γνωστό είδος μέχρι το 1990. Τότε ανακαλύφτηκε στη βόρειο Αμερική ένα νέο είδος, η MESPILUS canescens (Μέσπιλος η λευκή).
Η Μουσμουλιά φύεται σε όλη την Ευρώπη και στη χώρα μας τη συναντούμε μέσα σε δάση κυρίως της Πίνδου, στο Πήλιο, την Κέρκυρα, τη Νάξο και την Τήνο. Την συναντούμε με τις ονομασίες Μουσμουλιά (παντού), Μεσκουλιά (Τήνο, Νάξο), Μεσπιλιά (Κρήτη), Δεσπολιά (Κρήτη).
Η μουσμουλιά είναι μάλλον βραχύβιο δέντρο. Ζει 30 έως 50 χρόνια. Κάτω από ιδανικές συνθήκες μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 8 μέτρα. Ο κορμός της είναι σχεδόν ευθύγραμμος.
Τα φύλλα της είναι σκουροπράσινα, ελλειπτικά, δερματώδη, χνουδωτά στο κάτω μέρος, μήκους 8-15 εκατοστών και πλάτους 3-4 εκατοστών.
Τα άνθη της είναι κίτρινα με 5 πέταλα, σε τσαμπί με πυκνό χνούδι και οσμή που θυμίζει πικραμύγδαλο. Είναι ερμαφρόδιτα και γονιμοποιούνται με τις μέλισσες.
Οι καρποί είναι ρώγες σαρκώδεις, διαμέτρου 2-3 εκατοστών, στρογγυλοί ή ωοειδείς. Είναι σκληροί και όξινοι και έχουν συνήθως 2-4 σπόρους αρκετά μεγάλους. Γλυκαίνουν και τρώγονται αφού ωριμάσουν από το κρύο ή αφού τους αποθηκεύσουμε για αρκετό χρόνο. Μόλις ο καρπός αρχίσει να ωριμάζει, ζαρώνει και το χρώμα του γίνεται σκούρο καφέ
Το είδος που καλλιεργείται με επιτυχία στη χώρα μας είναι το αειθαλές Ιαπωνικό (Μεσπιλέα η Ιαπωνική ή Εριοβότρυα η Ιαπωνική), που εισάγαμε από την Κίνα. Οι καρποί του έχουν γεύση στυφή και δυσάρεστη πριν από την ωρίμανση, ωριμάζουν δε νωρίτερα από τους καρπούς των άλλων οπωροφόρων δέντρων, προς τα μέσα της άνοιξης και αρχές καλοκαιριού και τότε αποκτούν ένα ευχάριστο άρωμα και απολαυστική γλυκόξινη γεύση. Η Μουσμουλιά δεν αγαπά το κρύο, αν και οι καρποί για να ωριμάσουν χρειάζονται το κρύο του παγετού. Σε περιοχές όπου η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από τους 5-6 βαθμούς δεν καρποφορεί. Αλλά και αν καρποφορήσει, δεν ωριμάζουν οι καρποί της.
Ιστορικά στοιχεία:
Η Μουσμουλιά παρά τη λατινική της ονομασία –Germanica (γερμανική)- είναι φυτό ιθαγενές της Μικράς Ασίας, του Καυκάσου και του βόρειου Ιράν. Η καλλιέργεια της άρχισε εδώ και 3000 χρόνια στην περιοχή της Κασπίας θάλασσας (βόρεια του Ιράν). Στην αρχαία Ελλάδα εισήχθη το 700π.Χ και οι Ρωμαίοι άρχισαν να την καλλιεργούν το 200π.Χ. Ήταν δημοφιλές φρούτο την Βικτωριανή εποχή. Τον 17ο και 18ο αιώνα σταδιακά αντικαταστάθηκε από άλλα φρούτα και οι καλλιέργειες της μειώθηκαν.
Στη χώρα μας η συστηματική της καλλιέργεια άρχισε τον 19ο αιώνα. Τις μεγαλύτερες καλλιέργειες τις έχουμε σε Κορινθία, Αχαΐα, Στερεά Ελλάδα, Κέρκυρα και Κρήτη.
Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς παράγουν καρπούς μεγαλύτερους και με λιγότερα σπέρματα από τις αυτοφυείς.
Στην Ιαπωνία και την Κίνα (όπου ακόμη και σήμερα οι φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού χρησιμοποιούνται ευρύτατα) είναι η πλέον δημοφιλής θεραπεία ενάντια στον βήχα και χρησιμοποιείται σε πολλά πατενταρισμένα σκευάσματα ζελέ από φύλλα Μουσμουλιάς.
Ο Ορειβάσιος ο Περγαμηνός(4ος αιώνας) και ο ο Φορέστιος συνιστούσαν τους καρπούς ενάντια στην διάρροια.
Ο Γκίντελερ συνιστούσε το άλευρο των σπερμάτων κατά των μηνορραγιών.
Το αλεύρι αυτό ως έγχυμα μέσα σε κρασί έγχυμα το έπιναν κατά της λιθιάσεως.
Τα φύλλα τα θεωρούσαν στυπτικά και το αφέψημά τους συνεστήθη σε γαργαρισμούς και πλύσεις στόματος κατά των ερεθισμών του φάρυγγος και κατά της αφθώδους στοματίτιδας. Το ίδιο αφέψημα το έδιναν κατά της διάρροιας των ενηλίκων (σε δόση μισού ποτηριού κάθε 2 ώρες) και των παιδιών (σε δόση μια κουταλιά της σούπας κάθε 2 ώρες).
Χρησιμοποιούταν επίσης ως πτισάνη από το ξύλο μουσμουλιάς, κομματιασμένο και βρασμένο, ως στυπτικό.
Στην Κρήτη το δέντρο ονομάζεται Δεσπολιά ή Μεσπολιά και οι καρποί δέσπολα (ή δέσπολες) και μέσπολα. Στην Κρήτη είχε έρθει από πλούσιους Τουρκοκρητικούς οι οποίοι παρά την αγριότητά τους αγαπούσαν τα δέντρα και τα λουλούδια.
Τα μονοτσίκουδα δέσπολα (με ένα κουκούτσι δηλαδή) τα ξέραιναν και τα καβούρδιζαν. Στη συνέχεια τα κοπάνιζαν σε πετροχάβαλα (ιγδία από μάρμαρο, που θα ήταν κάποτε στύλος ή κιονόκρανο)- χαβάνι έλεγαν στην Κρήτη το ξύλινο ιγδίο συνήθως. Το άλευρο αυτό το χρησιμοποιούσαν αντί για καφέ οι πάσχοντες από ουρία. Γνώριζαν επίσης τις ιδιότητες της δέσπολας ενάντια στην διάρροια.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Οι ώριμοι καρποί είναι νόστιμοι και γλυκοί. Περιέχουν ζάχαρο, βιταμίνες Α,Β, C και μεταλλικά άλατα.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή:
Ανθίζει από τον Σεπτέμβριο έως τον Φεβρουάριο. Οι καρποί σχηματίζονται το φθινόπωρο και ωριμάζουν από Απρίλιο έως Μάιο. Επειδή σε μερικά μέρη δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν πάνω στο δέντρο, τους κόβουν και τους τοποθετούν σε άχυρο και τα αφήνουν μέχρι να ωριμάσουν. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται οι καρποί, τα σπέρματα (κουκούτσια) των καρπών, τα φύλλα και το ξύλο.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Οι καρποί είναι στυπτικοί και συνιστώνται σε μικρές δόσεις κατά των διαρροιών, κυρίως πριν από την τέλεια ωρίμανσή τους.
Τα φύλλα της μουσμουλιάς περιέχουν φυσικούς βακτηριοκτόνους παράγοντες που σκοτώνουν επίσης τους ιούς. Αυτές οι ουσίες χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση των λοιμώξεων, ιδίως στο μίγμα για τον βήχα, τα εμπύρετα κρυολογήματα και τη βρογχίτιδα.. Επίσης σε ναυτία, εμετούς, λόξιγκα και επίμονο ρέψιμο.
Εξωτερικά το αφέψημα των φύλλων χρησιμοποιείται για γαργάρες και πλύσεις σε ουλίτιδα και φλεγμονές αμυγδαλών. Το αλεύρι των φύλλων βοηθά στο σταμάτημα των αιμορραγιών και την επούλωση πληγών.
Παρασκευή και δοσολογία:
Παρασκευάζεται ως αφέψημα. Ρίχνουμε ένα φλιτζάνι νερό σε ένα κουτάλι του φαγητού, θρυμματισμένα φύλλα και τα βράζουμε για ένα λεπτό. Το αφήνουμε σκεπασμένο στη συνέχεια για 30 λεπτά. Ύστερα σουρώνουμε το υγρό και το πίνουμε με μέλι 1 έως 2 φορές την ημέρα.
Αν χρησιμοποιήσουμε τα άνθη του φυτού, τότε παρασκευάζεται ως έγχυμα. Δηλαδή απλά του ρίχνουμε βραστό νερό, το σκεπάζουμε για 15 λεπτά , σουρώνουμε και πίνουμε-12 φορές ημερησίως.
Σύμφωνα με μια παλιά συνταγή για τις πέτρες των νεφρών, τα σπέρματα των καρπών θρυμματίζονται και πίνονται με κρασί στο οποίο έχουμε προσθέσει από βραδύς λίγη ρίζα μαϊντανού.
Προφυλάξεις:
Δεν έχουν αναφερθεί παρενέργειες, κατά συνέπεια απλά τηρούμε τη συνιστώμενη δοσολογία.