Αγριομάρουλο
Αγριομάρουλο
Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Lactuca serriola (Λακτούκα η πριονόφυλλη). Είναι ο άγριος συγγενής του κοινού μαρουλιού και ανήκει στην οικογένεια των Συνθέτων.
Η Lactuca serriola είναι ετήσιο ή διετές φυτό που το ύψος του κυμαίνεται από 60 έως 180 εκατοστά.
Έχει πλούσιο γαλακτώδη χυμό (λατέξ), ελαφρά πικρό και ιξώδη που όταν εκτεθεί στον αέρα πήζει παίρνοντας μια όψη κολλώδη. Το γαλακτώδες αυτό κόμμι ονομάζεται συχνά «όπιο του μαρουλιού» γιατί έχει τις ιδιότητες του οπίου σε μικρότερο όμως βαθμό και για τον λόγο αυτό δεν δρα αθροιστικά ούτε προκαλεί εθισμό.
Στη βάση, ρόδακας με φαρδιά φύλλα, γλαυκά, λοβωτά, καλυμμένα στο κάτω μέρος, πάνω και γύρω από την κεντρική νεύρωση, με σκληρές, αγκαθωτές τρίχες.
Τα άνθη βγαίνουν σε κεφαλωτές ταξιανθίες. Αυτά που χαρακτηρίζουμε άνθη στην πραγματικότητα είναι ταξιανθίες, με πολλά γλωσσοειδή ανθίδια, σε κίτρινο ανοικτό χρώμα, που ανοίγουν το βράδυ για να ξανακλείσουν το πρωί με την ανατολή του ήλιου. Οι ταξιανθίες αυτές φύονται σε μακριούς ανθοφόρους βλαστούς που διακλαδίζονται. Οι καρποί περιέχουν πολλούς μικρούς, επιμήκεις σπόρους, που έχουν στην κορυφή τους μία ίνα, που καταλήγει σε μια ακτινωτή δέσμη ινών, σχηματίζοντας ένα σκιάδιο, που παρασύρεται μαζί με τον σπόρο από τον άνεμο, διευκολύνοντας τη διασπορά και τον πολλαπλασιασμό του φυτού.
Τα φύλλα έχουν την ιδιότητα να περιστρέφονται, όσο είναι δυνατό λοξά προς τον ήλιο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η ιδιότητα αυτή έδωσε στο φυτό τις ονομασίες «Μπούσουλας» ή «Πυξίδα». Συνηθέστερα όμως αποκαλείται Αγριομάρουλο.
Το συναντούμε στις άκρες των δρόμων, πεζούλες, αμπελώνες, υγρές θέσεις, ακαλλιέργητα και καλλιεργημένα χωράφια πεδινής και ημιορεινής ζώνης.
Τα νεαρά φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί του φυτού τρώγονται σαλάτα ή μαγειρεμένα. Αν όμως το φυτό είναι μεγάλο τότε είναι περισσότερο πικρά ιδιαίτερα κατά την άνθιση. Στο μαγείρεμα χρειάζεται πολύ λίγο βράσιμο.
Τα τρία κυριότερα είδη του φυτού είναι τα Lactuca Virosa, Lactuca Canadennis και Lactuca Serriola. Και τα τρία είδη έχουν παρόμοια συστατικά και θεραπευτικές ιδιότητες και έχουν χρησιμοποιηθεί σε όλα τα τονωτικά ύπνου, σε σαπούνια και τσάγια για χαλάρωση.
Ιστορικά στοιχεία:
Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τις θεραπευτικές του ιδιότητες.
Αναφορές όμως σε αρχαία κείμενα το αναφέρουν περισσότερο για τις υπνωτικές του ιδιότητες που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν τελετουργική χρήση.
Αναφέρεται από τον Θεόφραστο και τον Ιπποκράτη (ο οποίος γνώριζε πως οι ιδιότητες του χυμού του φυτού, μοιάζουν με αυτές του οπίου).
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως ο πικάντικος χυμός του φυτού θεράπευε οφθαλμικά έλκη ενώ οι Πυθαγόριοι το ονόμασαν το «μαρούλι-ευνούχος» γιατί προκαλούσε διούρηση και μείωνε την σεξουαλική επιθυμία.
Στη ιερό της Ήρας στην Σάμο βρέθηκαν σπόροι του φυτού που χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με την μυθολογία η Αφροδίτη ξάπλωσε με τον Άδωνι σε κρεβάτι φτιαγμένο από το φυτό αυτό.
Σύμφωνα με τον Διοσκουρίδη Πεδάνιο, (1ος αιώνας), το αγριομάρουλο διώχνει τις φιλήδονες εικόνες των ονείρων.
Ο Πλίνιος τον 2ο αιώνα αναφέρεται στην ιδιότητα του φυτού να αποθαρρύνει την σεξουαλική επιθυμία. Στη «Φυσική Ιστορία» αναφέρει συγκεκριμένα πως παγώνει την σεξουαλική επιθυμία όπως ο πυρετός. Καθαρίζει το στομάχι και αυξάνει τον όγκο του αίματος σε αυτό. Αναφέρει επίσης ότι κάποιος γιατρός θεράπευσε με το βότανο αυτό, τον αυτοκράτορα Αύγουστο από μια πάθηση του συκωτιού.
Οι αρχαίοι Έλληνες μπορεί να θεωρούσαν πως το φυτό κατευνάζει τις «ζωηρές» σκέψεις, αλλά ευρήματα δείχνουν πως οι Αιγύπτιοι αντίθετα το θεωρούσαν αφροδισιακό.
Τοιχογραφίες στην Αίγυπτο απεικονίζουν τον Μιν (θεό της γονιμότητας και της σεξουαλικότητας) να κρατά ένα μάτσο αγριομάρουλα. Για περισσότερο από ένα αιώνα οι αρχαιολόγοι αναρωτιόντουσαν γιατί ο Αιγύπτιος θεός κρατά το συγκεκριμένο φυτό που ηρεμεί και κατευνάζει την σεξουαλικότητα.
Ο ιταλός βοτανολόγος Τζιόρτζιο Σαμορίνι, συντάκτης του περιοδικού Έλευσις, του Μουσείου στο Ροβερέτο, έλυσε το αίνιγμα. Προσδιόρισε πως ο τύπος του φυτού, που κρατά ο θεός είναι το Lactuca serriola. Ο Σαμορίνι εξέτασε τα συστατικά του χυμού του φυτού και ανακάλυψε πως το αγριομάρουλο δρα με δύο τρόπους ανάλογα με τη δοσολογία. Οι έρευνές έδειξαν πως 1 γραμμάριο λακουκάριο έχει παυσίπονο και ηρεμιστική δράση. Σε υψηλότερη δόση όμως, 2 έως 3 γραμμαρίων, τα τονωτικά αποτελέσματα των αλκαλοειδών τροπανίου που περιέχει επικρατούν. Οι Αιγύπτιοι λοιπόν φαίνεται πως έπαιρναν το φυτό σε μεγαλύτερες δόσεις με αποτέλεσμα να «τονώνονται» αναλόγως.
Τον Μεσαίωνα το συνιστούσαν σαν διευκολυντικό του ύπνου.
Το χρησιμοποιούσαν επίσης σε ασθένειες που εκδηλώνονται με σπασμούς, όπως το άσθμα, ο κοκίτης, το μόνιμο άγχος, η ταχυκαρδία και η υστερία.
Το χυμό τον είχαν χρησιμοποιήσει και στη θεραπεία ακροχορδώνων.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Ο γαλακτώδης χυμός περιέχει:
Σεσκιτερπενικές λακτόνες (λακτουκοπικρίνη, λακτουκερίνη, μίγμα οξικών εστέρων των α-λακτουκερόλη, β-λακτουκερόλη), φλαβονοειδή (7-μονογλυκοσίδες της λουτεολίνης και απιγενίνης, καθώς και κερκετινο-3-γλυκοσίδη), κουμαρίνες (κιχωρίνη)
Άλλα συστατικά είναι η μαννιτόλη, β-αμυρίνη, ισοπουλεόλη, ίχνος αλκαλοειδούς, τριτερπένια, σίδηρο, βιταμίνες Α, Β1 Β2 και C.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή:
Ανθίζει από Ιούνιο μέχρι Αύγουστο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα αέρια μέρη του φυτού και ο χυμός του.
Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τα αέρια μέρη, το συλλέγουμε όταν είναι ανθισμένο.
Προς βρώση το συλλέγουμε τον χειμώνα μέχρι την άνοιξη, πριν ανθίσει, ενόσω είναι ακόμα τρυφερό.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Το κύριο συστατικό του χυμού, το λακτουκάριο έχει ως ενεργό συστατικό τη λακτουκίνη από την οποία προέρχεται η λακτουκοπικρίνη.
Η λακτουκοπικρίνη έχει χρησιμοποιηθεί στην ιατρική για τις ιδιότητές της. Η ουσία αυτή γλυκαίνει τον πόνο και δρα ως αντισπασμωδικό, χωνευτικό, διουρητικό, υπνωτικό, ναρκωτικό και καταπραϋντικό. Επιδρά όπως το όπιο, χωρίς όμως να προκαλεί πεπτικά προβλήματα ή εθισμό.
Εσωτερικά λαμβάνεται για θεραπεία αϋπνίας, ανησυχίας, νευρώσεων, υπερευαισθησία παιδιών, ξηρό βήχα, βήχα λόγω κοκίτη, ρευματικούς πόνους κ.α.
Η συγκέντρωση της ουσίας είναι μεγαλύτερη όταν το φυτό είναι ανθισμένο.
Το λακτουκάριο το παρήγαγαν οι φαρμακοβιομηχανίες μέχρι την δεκαετία του ’40.
Ο χυμός του Αγριομαρουλιού έχει χρησιμοποιηθεί σε αντιβηχικά μείγματα αντί του οπίου. Όλο το φυτό είναι ηρεμιστικό, βοηθά στον καλό ύπνο και γαληνεύει την ανησυχία και το άγχος. Δρα ηρεμιστικά στο αναπνευστικό και χρησιμοποιείται κατά του παροξυσμικού κοκίτη και κατά του νευρικού, ερεθιστικού, ξηρού βήχα.
Μειώνει τους πόνους στους μυς και τις αρθρώσεις αλλά δεν συνιστά θεραπεία των αιτίων που τους προκαλεί.
Το Αγριομάρουλο, είναι ωφέλιμο σε βλεννόρροια, παθήσεις των ματιών και χρόνιες πληγές. Είναι διουρητικό και καθαρτικό. Δεδομένου ότι το φυτό έχει καταπραϋντικές, ηρεμιστικές και ελαφρά ναρκωτικές ιδιότητες, κατευνάζει ακόμα και τις σεξουαλικές ορέξεις.
Το έλαιο των σπόρων του φυτού, έχει αντιπυρετικές και υπνωτικές ιδιότητες.
Στην ομοιοπαθητική χρησιμοποιείται για την θεραπεία χρόνιου κατάρρου, βήχα, πρησμένου συκωτιού, φουσκώματα και ασθένειες ουροποιητικού συστήματος.
Παρασκευή και δοσολογία:
Παρασκευάζεται ως έγχυμα με φρέσκο ή αποξηραμένο φυτό. Σε 0,5 – 4 γραμμάρια ξηρού βοτάνου ρίχνουμε ένα φλιτζάνι βραστό νερό και το αφήνουμε σκεπασμένο για 5-10 λεπτά. Σουρώνουμε και πίνουμε έως 3 φορές την ημέρα.
Σε ροώδες εκχύλισμα (1 προς 1, 25 αιθανόλη) λαμβάνουμε 0,5-4 ml 3 φορές την ημέρα.
Προφυλάξεις:
Πρέπει να προσέχουμε κατά την κατανάλωση του φυτού. Όπως τα μαρούλια, έτσι και το αγριομάρουλο μπορεί να προσβληθεί από βρώμικα νερά, απόβλητα εργοστασίων και κοπριά και να γίνουν φορείς μικροβίων φυματίωσης, χολέρας, ηπατίτιδας, δυσεντερίας κ.α. Τα πλένουμε λοιπόν σχολαστικά και τα αφήνουμε μια ώρα μέσα σε ελαφριά διάλυση νερού με ξύδι ή λεμόνι.
Αν φάμε μεγάλη ποσότητα μπορεί να προκληθούν πεπτικά προβλήματα.
Το ώριμο φυτό είναι ελαφρά τοξικό, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν το φυτό είναι νέο και τρυφερό.
Λόγω των ναρκωτικών ιδιοτήτων του φυτού, πρέπει να το χρησιμοποιούμε μόνο κάτω από τις οδηγίες έμπειρου βοτανοθεραπευτή.
Ακόμη και κανονικές δόσεις μπορεί να προκληθεί υπνηλία. Υπερβολική δόση μπορεί να προκαλέσει νευρικότητα και ακόμη μεγαλύτερη δόση μπορεί να προκαλέσει θάνατο από καρδιακή παράλυση.