Μουριά
Μουριά
Βιότοπος – περιγραφή:
Η μουριά ανήκει στο γένος Morus της οικογένειας Moracae (Μορεωδών). Υπάρχουν πολλά είδη μουριάς, που φύονται σε διάφορα μέρη της γης. Ανάμεσα σε αυτά μερικά από τα πιο σπουδαία είναι τα εξής :
Η μαύρη μουριά (Morus nigra) κατάγεται από περιοχή της Κασπίας Θάλασσας και έχει εισαχθεί και στη χώρα μας από πανάρχαια εποχή. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή με το όνομα Συκάμινος (Θεόφραστος) και Μορέα (Διοσκουρίδης).
Η άσπρη μουριά (Morus alba) κατάγεται πολύ πιθανό από την Κίνα και οφείλει το όνομα της στους άσπρους καρπούς της. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων χιλιετηρίδων διαδόθηκε από τον άνθρωπο σε όλη την Ασία, την Ευρώπη, σε μερικές περιοχές της Αφρικής και στη Β. Αμερική. Στη χώρα μας ήλθε στα βυζαντινά χρόνια μαζί με αυγά μεταξοσκώληκα από την Κίνα (όπως αναφέρει ο Προκόπιος).
Η κόκκινη μουριά (Morus rubra) είναι γηγενής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Στη χώρα μας τη συναντούμε με τα ονόματα Μουριά, Ξυνομουριά ή Συκαμινιά. Η μαύρη είναι μεγαλύτερη, αντέχει καλύτερα στο κρύο από τη λευκή και είναι μακροβιότερη των άλλων.
Η μουριά είναι ένα δέντρο που τα φύλλα του έχουν το χαρακτηριστικό να αποτελούν τη μοναδική κατάλληλη τροφή για να εκτραφεί ο μεταξοσκώληκας και να δώσει την πολυτιμότερη φυτική ίνα, το μετάξι.
Είναι δέντρο φυλλοβόλο που φτάνει ύψος τα 12-15 μέτρα. Έχει φλοιό γκριζοσταχτωπό με επιφανειακό ριζικό σύστημα. Τα φύλλα της, ωοειδή, καρδιοειδή ή λοβώδη, έχουν μήκος 6-18 εκατοστά, εναλλάσσονται και είναι έμμισχα με πριονωτές άκρες, κάτω επιφάνεια ελαφρά χνουδωτή και άνω πράσινη στιλπνή. Άνθη μικρά, μονογενή, πρασινωπά ή κιτρινωπά, διατεταγμένα κατά αρσενικούς και θηλυκούς ίουλους είτε πάνω στο ίδιο δέντρο (μόνοικα) είτε σε διαφορετικά (δίοικα). Μετά τη γονιμοποίηση τα θηλυκά άνθη γίνονται σαρκώδη και σχηματίζουν ένα ψευδόκαρπο, χυμώδη, γλυκόξινο που έχει τη μορφή βατόμουρου, χρώματος λευκομελί, μελανό ή ρόδινο, ανάλογα με τις ποικιλίες. Αυτός ο καρπός είναι βρώσιμος πριν την ωρίμανση.
Στη μεταξοσκωληκοτροφία προτιμούνται ποικιλίες μόνοικες αλλά με στείρα θηλυκά άνθη ή δίοικες αρσενικές, ώστε να μην μπορούν να παράγουν καρπούς, οι οποίοι είναι ανεπιθύμητοι στην εκτροφή του μεταξοσκώληκα.
Είναι δέντρο αρκετά ανθεκτικό στις δύσκολες συνθήκες της υποτροπικής και εύκρατης ζώνης όπου καλλιεργείται και σε εδάφη ποικίλης σύνθεσης. Για να αποδώσει όμως καλή και αρκετή παραγωγή θέλει ήπιο και δροσερό περιβάλλον και έδαφος γόνιμο, με καλή στράγγιση και ουδέτερο PH.
Ιστορικά στοιχεία:
Στην Ελλάδα η μουριά καλλιεργείται εδώ και 3000 χρόνια. Από τα παλαιά χρόνια τόσο η λευκή όσο και η μαύρη μουριά ήταν σεβαστά ως σύμβολο σοφίας.
Η λευκή μουριά χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κινέζικη ιατρική εδώ και αιώνες. Αυτό το είδος το καλλιεργούσαν οι Κινέζοι από το 2960π.Χ. για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων (τρώνε τα φύλλα). Τα φύλλα της μαύρης μουριάς έκαναν τραχύτερο το μετάξι και δεν τα προτιμούσαν.
Στην Ευρώπη χρησιμοποιούσαν το φλοιό και τα φύλλα της μαύρης μουριάς για θεραπευτικούς σκοπούς από τον 16ο αιώνα. Τα μούρα τα χρησιμοποιούσαν σε φλεγμονές και ως αιμοστατικά. Τον φλοιό για πονόδοντο. Τα φύλλα για δαγκώματα ερπετών και ως αντίδοτο στη δηλητηρίαση από ακόνιτο.
Από τους καρπούς παρήγαγαν γλυκά και σιρόπι θεραπευτικό που χρησιμοποιούσαν σε στοματίτιδες και φαρυγγίτιδες. Τα άγουρα μούρα τα χρησιμοποιούσαν ως ανθελμινθικά. Τον φλοιό τον χρησιμοποιούσαν για να δώσουν χρώμα σε ποτά. Χρησιμοποιούσαν επίσης το βραστάρι της φλούδας και των φύλλων για τον πονόδοντο και ως στοματόπλυμα.
Τα φύλλα κοπανισμένα σε αλοιφή με ελαιόλαδο ήταν χρήσιμα για πληγές από εγκαύματα. Τα φύλλα τα έβραζαν μαζί με φύλλα αμπελιού και συκιάς (προπαντός αυτής που κάνει μαύρα σύκα) για το λούσιμο των μαλλιών που ήθελαν να μαυρίσουν.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Ο καρπός της μουριάς (ιδιαίτερα της μαύρης) είναι εξαιρετικά χυμώδης και εύγευστος. Και τα δύο δέντρα έχουν παρόμοιες θεραπευτικές εφαρμογές.
Οι καρποί περιέχουν πηκτίνη, βιταμίνη C, τανίνη, σάκχαρο, μηλικό οξύ, λευκωματούχες ουσίες, άλατα, κόμεα και ελάχιστο λίπος. Τα φύλλα περιέχουν ανθοκυανίνες και φλαβονοειδή.
Άνθιση – συλλογή – χρησιμοποιούμενα μέρη:
Η μουριά ανθίζει από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται φλοιός, καρποί, φύλλα και μικρά κλαδιά.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Οι θεραπευτικές ιδιότητες του δέντρου διαφέρουν ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο τμήμα.
Τα μούρα είναι αντιοξειδωτικά, καθαρτικά, τονωτικά και θρεπτικά.
Τα φύλλα καθαρίζουν το ήπαρ και τα μάτια. Είναι αντιοξειδωτικά, αντιβακτηριδιακά, ιδρωταγωγά, αποχρεμπτικά.
Τα μικρά κλαδιά τονώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα, είναι αντιρρευματικά, αντιυπερτασικά και αναλγητικά.
Ο φλοιός της ρίζας είναι κατασταλτικός, διουρητικός, αποχρεμπτικός και αντιυπερτασικός.
Οι καρποί είναι χρήσιμοι ως θρεπτικός παράγοντας κατά την ανάρρωση από παθήσεις όπως κρυολογήματα, γρίπη, βήχα, άσθμα, ζαλάδες και το βούισμα των αυτιών. Τα μαύρα μούρα τρώγονται για τον διαβήτη.
Το έγχυμα των μικρών κλαδιών είναι χρήσιμο σε πόνους στις αρθρώσεις, σε οιδήματα και ρίχνει την πίεση.
Ο φλοιός της ρίζας είναι διαλυτικός και διουρητικός. Το αφέψημα του φλοιού της ρίζας βοηθά στο άσθμα.
Τα φύλλα σε έγχυμα 40-80 γραμμάρια ανά λίτρο, είναι καλό αντιπυρετικό. Το ίδιο έγχυμα πιο συμπυκνωμένο σε γαργάρες καταπραΰνει τον πονόδοντο.
Παρασκευή και δοσολογία:
Τα μαύρα μούρα καταναλώνονται σαν μέρος υγιεινής διατροφής. Τα άλλα μέρη παρασκευάζονται ως αφέψημα. Για το αφέψημα του φλοιού βράζουμε μία κουταλιά του φαγητού από θρύμματα της ρίζας, σε 1,5 φλιτζάνι νερό για 1 λεπτό. Σβήνουμε τη φωτιά και το αφήνουμε σκεπασμένο για 1-2 ώρες. Σουρώνουμε και πίνουμε ένα μικρό ποτήρι του κρασιού 3 φορές την ημέρα πριν το φαγητό.
Προφυλάξεις:
Πρέπει να αποφεύγουμε την υπερβολική κατανάλωση των μούρων γιατί θα μας προκαλέσουν διάρροια. Αποφεύγουμε τα φύλλα και τον φλοιό αν έχουμε αδύναμους πνεύμονες.